διφῶ — δῑφῶ , διφάω search after pres imperat mp 2nd sg δῑφῶ , διφάω search after pres subj act 1st sg (attic epic ionic) δῑφῶ , διφάω search after pres ind act 1st sg (attic epic ionic) δῑφῶ , διφάω search after pres subj act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθηνοδίφης — ο αυτός που ερευνά την Αθήνα ή τα σχετικά με την ιστορία τής Αθήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αθήνα + δίφης < διφῶ (= ερευνώ, ζητώ)] … Dictionary of Greek
αιγυπτιοδίφης — ο ο αιγυπτιολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγύπτιος + δίφης < αρχ. διφῶ ( άω) «ζητώ, ερευνώ»] … Dictionary of Greek
αναδιφώ — ( άω) (Α ἀναδιφῶ) νεοελλ. 1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα 2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως αρχ. αναζητώ ψηλαφίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση] … Dictionary of Greek
αρχαιοδίφης — ο αυτός που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της αρχαιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. γλωσσοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Πληθωνίδη] … Dictionary of Greek
αστροδίφης — ἀστροδίφης, ο (Α) ο αστρονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + δίφης < διφώ ( άω) «ζητώ, ερευνώ»] … Dictionary of Greek
γλωσσοδίφης — ο αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
δικοδίφης — δικοδίφης, ο (Α) αυτός που επιζητεί δίκες, ο φιλόδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + διφης < διφώ «ζητώ, ερευνώ»] … Dictionary of Greek
ερεβοδιφώ — ἐρεβοδιφῶ, άω (AM) αναζητώ κάτι στο σκοτάδι, ψάχνω να βρω κάτι ψηλαφώντας, ψηλαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + διφώ «ερευνώ»] … Dictionary of Greek
θεοδιφής — θεοδιφής, ές (Α) αυτός που αναζητεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + διφώ «ερευνώ»] … Dictionary of Greek